- θαλασσοκρατία
- η господство на море
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλασσοκρατία — θαλασσοκρατίᾱ , θαλασσοκρατία empire of the sea fem nom/voc/acc dual θαλασσοκρατίᾱ , θαλασσοκρατία empire of the sea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοκρατία — θαλασσοκρατία, η και θαλασσοκρατορία, η κυριαρχία στη θάλασσα: Θαλασσοκρατορία των Άγγλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλασσοκρατία — η (Α θαλασσοκρατία, αττ. τ. θαλαττοκρατία) η κυριαρχία, η ηγεμονία τών θαλασσών και ειδικότερα ο έλεγχος στις εμπορικές κυρίως οδούς ναυσιπλοΐας («ἥ τε Μίνω θαλαττοκρατία θρυλεῑται καὶ ἡ Φοινίκων ναυτιλία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * +… … Dictionary of Greek
θαλαττοκρατία — θαλασσοκρατίᾱ , θαλασσοκρατία empire of the sea fem nom/voc/acc dual θαλασσοκρατίᾱ , θαλασσοκρατία empire of the sea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοκρατίαν — θαλασσοκρατίᾱν , θαλασσοκρατία empire of the sea fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Thalassocracy — The term thalassocracy (from the gr. θάλασσα, meaning sea, and κρατείν, meaning to rule , giving θαλασσοκρατία, rule of the sea ) refers to a state with primarily maritime realms an empire at sea, such as the Phoenician network of merchant cities … Wikipedia
Thalassocratie — Une thalassocratie est une puissance politique fondée principalement sur la domination de la mer. Les thalassocraties traditionnelles dominent rarement l intérieur des terres, même sur leur propre territoire métropolitain. Le premier exemple… … Wikipédia en Français
МИНОС — • Minos, Μίνως, древний мифический царь Крита; на него переносят все, что известно из критской истории двух последних столетий, предшествовавших Троянской войне. Он считался основателем дотроянского морского господства критян и… … Реальный словарь классических древностей
θαλασσοκρατικός — ή, ό [θαλασσοκρατία] φρ. γεωλ. «θαλασσοκρατική περίοδος» περίοδος τής γεωλογικής ιστορίας τής γης κατά την οποία οι θάλασσες είχαν καταλάβει μεγαλύτερες εκτάσεις τού πλανήτη και είχαν μικρά βάθη, ενώ τα τμήματα τής ξηράς είχαν μικρά ύψη … Dictionary of Greek
θαλασσοκρατορία — η [θαλασσοκράτωρ] η θαλασσοκρατία … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek